- ἐπῃσθόμην
- ἐπαισθάνομαιhave a perceptionaor ind mid 1st sgἐπαισθάνομαιhave a perceptionimperf ind mp 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπηισθόμην — ἐπῃσθόμην , ἐπαισθάνομαι have a perception aor ind mid 1st sg ἐπῃσθόμην , ἐπαισθάνομαι have a perception imperf ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαισθάνομαι — ἐπαισθάνομαι (AM) αισθάνομαι καλά με τις αισθήσεις και κυρίως με την ακοή, ακούω (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» Σοφ. β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι») αρχ. 1. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι («ζηλοῡν ἔχω, ὁθούνεκ οὐδέν τῶν δ ἐπαισθάνει κακῶν», Σοφ.) 2. (απολ … Dictionary of Greek
φώνημα — ήματος, το, ΝΑ φθόγγος νεοελλ. 1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε… … Dictionary of Greek